- ταδί
- ὅδεthismasc nom pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταδ' — ταδί , ὅδε this masc nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τᾶδ' — ταδί , ὅδε this masc nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεγκάπτω — (Α) καταβροχθίζω επί πλέον, καταπίνω, χάφτω («ἐπέγκαψον λαβὼν ταδί», Αριστοφ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκάπτω «καταβροχθίζω»] … Dictionary of Greek